Το Ρεύμα είναι Κοινωνικό ή Πολιτικό Αγαθό;

Είναι το ηλεκτρικό ρεύμα “Κοινωνικό Αγαθό”; Ο ορισμός είναι σημαντικός γιατί από αυτόν εξαρτάται και η απάντηση στο επόμενο ερώτημα: Αν ναι, τι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτό; Η ανάλυση ξεκινά από το δεύτερο ερώτημα: Ποιοι είμαστε αυτοί που πρέπει να κάνουμε κάτι; Αν είμαστε το ανθρώπινο γένος, το τι πρέπει να κάνουμε είναι πολύ διαφορετικό από το αν είμαστε οι κάτοικοι μιας (μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον) ανεπτυγμένης χώρας. Στην πρώτη περίπτωση θα έπρεπε ίσως να έχουμε πρώτη προτεραιότητα να βοηθήσουμε το περίπου 1 δισεκατομμύριο ανθρώπων που δεν έχει απολαύσει ακόμα το αγαθό του ηλεκτρισμού. Ας περιοριστούμε όμως στα δικά μας σύνορα. Ο ορισμός που προτείνεται είναι: Η ελληνική κοινωνία συμφωνεί ομοφώνως ότι κανένας πολίτης της χώρας δεν θα στερηθεί το αγαθό αυτό σε ένα ελάχιστο επίπεδο κατανάλωσης για λόγους που δεν μπορεί ο ίδιος να ελέγξει. Αυτό αυτομάτως σημαίνει ότι αποδεχόμαστε (ομοφώνως) ότι συμφωνούμε να επιβαρυνθούμε (συλλογικά) με το κόστος που θα προκληθεί από την κοινωνική αυτή δέσμευση.

Παρατηρούμε ότι υπάρχουν θέματα προς συζήτηση πριν προχωρήσουμε στις απαντήσεις στον ερώτημα του τι δέον γενέσθαι. Το ένα θέμα είναι ότι το ρεύμα δεν είναι το μόνο “κοινωνικό αγαθό” όπως αυτό ορίστηκε παραπάνω. Η υγεία, η στοιχειώδης εκπαίδευση, η ασφάλεια, ακόμα και η επαρκής και υγιεινή διατροφή περιλαμβάνονται συνήθως στον ορισμό του “κοινωνικού αγαθού”. Το δεύτερο θέμα είναι ότι ακόμα και αν συμφωνήσουμε στον ορισμό ομόφωνα είναι συζητήσιμο αν θα μπορούσαμε να αποφασίσουμε τι πρέπει να γίνει επίσης με ομοφωνία. Είναι η απαίτηση της ομοφωνίας αυστηρός περιορισμός; Δεν θα το αναλύσουμε εδώ. Απλώς θα παρατηρήσουμε ότι ο περιορισμός αυτός δεν υπάρχει αν αποφασίσουμε (ομόφωνα ή όχι!) ότι η κοινωνία θα αφήσει το πρόβλημα αυτό να το διαχειριστεί η ιδιωτική πρωτοβουλία δηλαδή η φιλανθρωπία.

Παραβλέπουμε τα θεματάκια αυτά και υποθέτουμε ότι με κάποιον αποδεκτό τρόπο συμφωνήσαμε στον ορισμό του ρεύματος ως κοινωνικού αγαθού (περιλαμβανόμενου του επιπέδου της κοινωνικά αποδεκτής “ελάχιστης κατανάλωσης”) και επίσης ότι δεν θα αφήσουμε την λύση του προβλήματος στην φιλανθρωπία. Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να επιτύχουμε τον στόχο;

Ο “καλύτερος” τρόπος είναι αυτός που εξασφαλίζει ότι το συλλογικό βάρος είναι ελάχιστο. Αυτό επιτυγχάνεται όταν δεν στρεβλώνονται τα κίνητρα για την κατανάλωση του αγαθού. Αυτό σημαίνει γενική επιδότηση εισοδήματος και όχι της τιμής του αγαθού. Γιατί όχι επιδότηση της τιμής; Γιατί η μειωμένη τιμή δίνει κίνητρο για υπερκατανάλωση στον επιδοτούμενο είτε για δικές του ανάγκες είτε (παράνομα) τρίτων. Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα (ή ο αρνητικός φόρος εισοδήματος) λύνει το πρόβλημα αυτό όπως λύνει και το πρόβλημα της ύπαρξης ανταγωνιστικών κοινωνικών αγαθών. Ο άτυχος συμπολίτης μας λαμβάνει ένα βοήθημα σε χρήμα από το κοινωνικό σύνολο και αποφασίζει να το διαθέσει κρίνοντας ο ίδιος την προτεραιότητα των αναγκών του. Το ελάχιστο κοινωνικό εισόδημα έχει προβλήματα: Δεν διακρίνει τους “άτυχους” από τους “απρόθυμους” και, το κυριότερο, είναι πρακτικά μη εφαρμόσιμο, γιατί η επιτυχής εφαρμογή του προϋποθέτει την κατάργηση όλου του υπόλοιπου κράτους πρόνοιας- κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί στο προβλεπτό μέλλον.

Επιστρέφουμε συνεπώς στην δεύτερη καλύτερη λύση – την επιδότηση της τιμής. Με δύο περιορισμούς: Την εξασφάλιση ότι ο δικαιούχος είναι πραγματικά αδύναμος και ότι η επιδοτούμενη κατανάλωση έχει ένα όριο. Αυτό είναι περίπου και η λογική του Κοινωνικού Τιμολογίου (ΚΟΤ) όπως αυτό ισχύει σήμερα στην Ελλάδα. Οι πρόσφατες αλλαγές μάλιστα ήταν προς την ορθή κατεύθυνση. Αφ’ ενός έγιναν πιο αυστηρά τα εισοδηματικά κριτήρια αφ’ ετέρου η επιδότηση γίνεται μέσω μείωσης της τιμής του προμηθευτή και όχι ως τιμή κοινωνικού τιμολογίου. Αυτό σημαίνει ότι το τιμολόγιο γίνεται αντικείμενο ανταγωνισμού – η χαμηλότερη τιμή του βασικού τιμοκαταλόγου του προμηθευτή περνάει στην χαμηλότερη τελική τιμή του ΚΟΤ. Την επιδότηση του ΚΟΤ την πληρώνουν οι υπόλοιποι καταναλωτές μέσω της χρέωσης των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας (ΥΚΩ). Το συνολικό ποσό είναι στα επίπεδα των 100-200 εκατομμυρίων τον χρόνο.

Τα μέτρα αυτά (το εγγυημένο εισόδημα και η επιδότηση της τιμής) είναι γενικά – δηλαδή είναι κανόνες που ισχύουν με ίδια κριτήρια για όλους και θεωρητικά τουλάχιστον περιορίζονται σ’ αυτούς που, με βάση τα κριτήρια αυτά, έχουν ανάγκη. Το μεγάλο πρόβλημα στην αγορά ηλεκτρισμού δεν είναι τα μέτρα αυτά. Είναι οι πολύ μεγαλύτερες σε μέγεθος επιδοτήσεις που παρέχονται σε καταναλωτές (τμήματα του πληθυσμού ή επιχειρήσεις) που έχουν πολιτική ισχύ. Με τις επιδοτήσεις αυτές το ρεύμα γίνεται πολιτικό αγαθό. Παραδείγματα που το κοινωνικό σύνολο μέσω της πολιτικής διαδικασίας φαίνεται να έχει κρίνει ότι καταναλωτές ή ομάδες καταναλωτών είναι αναξιοπαθείς (ο κατάλογος είναι ενδεικτικός):

  • Οι αγρότες που απολαμβάνουν μειωμένη τιμή κατά περίπου 50% σε σχέση με τους υπόλοιπους καταναλωτές.Αυτό μόνο του στοιχίζει περισσότερο από το Κοινωνικό τιμολόγιο – πάνω από 200 εκατομμύρια τον χρόνο.
  • Οι υπάλληλοι της ΔΕΗ που έχουν ειδικό μειωμένο τιμολόγιο (είναι φθηνό – μερικά εκατομμύρια τον χρόνο)
  • Η ΛΑΡΚΟ που δεν θυμάται κανείς στην ΔΕΗ πότε τους πλήρωσε για τελευταία φορά (εκατοντάδες εκατομμύρια συσσωρευμένο χρέος)
  • Όλοι οι υπόλοιποι στρατηγικοί κακοπληρωτές της ΔΕΗ – είναι η συντριπτική πλειοψηφία του συνόλου (περιλαμβάνονται πολλοί φορείς του Δημοσίου). Συσσωρευμένα χρέη 3 δισ. ευρώ.
  • Οι κάτοικοι απομονωμένων περιοχών και νησιών όπου το κόστος του ρεύματος είναι πολλαπλάσιο αυτού του διασυνδεδεμένου συστήματος. Μόνο για τα νησιά περισσότερα από 500 εκατομμύρια τον χρόνο.
  • και βεβαίως οι παραγωγοί με Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας των οποίων η επιδότηση επιβαρύνει το κόστος του παραγόμενου ρεύματος κατά 1,5 δισ. ευρώ τον χρόνο.

Ας προσθέσουμε στα παραπάνω την εξαπάτηση των καταναλωτών στην χώρα επί δεκαετίες από το μονοπώλιο της ΔΕΗ. Η οποία επιδοτούσε συστηματικά το οικιακό τιμολόγιο επιβαρύνοντας τα τιμολόγια των επιχειρήσεων. Οι οποίες με την σειρά τους περνούσαν τα αυξημένα τιμολόγια στις αυξημένες τιμές των δικών τους προϊόντων. Χρειάστηκε η κρίση και τα μνημόνια για να σταματήσει η εξαπάτηση αυτή με εντολή της Τρόικας (νυν Θεσμών).

Το συμπέρασμα είναι ότι το ρεύμα ως πολιτικό αγαθό στοιχίζει στην χώρα μας (δηλαδή στους μη ευνοούμενους καταναλωτές) πολύ περισσότερο από ότι στοιχίζει η επιδότηση του ως κοινωνικού αγαθού. Χωρίς να αξιολογούμε ηθικά τις πολιτικές επιδοτήσεις (υπέρ των περισσότερων υπάρχουν επιχειρήματα) παρατηρούμε ότι ένας μικρός σχετικά περιορισμός τους θα αντιστάθμιζε πλήρως το σύνολο των κοινωνικών επιδοτήσεων. Ας μη ξεχνάμε και την φιλανθρωπία.

 

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin
Share on email
Scroll to Top