Μεγάλος καημός έχει πιάσει τους πολιτικούς μας, τον Τύπο (και δυστυχώς τους δικηγόρους και τους δικαστές μας) για τα πάθη των καταναλωτών ρεύματος λόγω της ενεργειακής κρίσης. Αισθάνονται όλοι την ανάγκη να κάνουν κάτι για να τους προστατεύσουν. Χρειάζονται όμως οι καταναλωτές προστασία;
Η απάντηση είναι ότι χρειάζονται. Για να προστατευθούν από αυτούς ακριβώς τους επίδοξους προστάτες τους – κυρίως τους πολιτικούς. Οι οποίοι έχουν την ευθύνη να ορίσουν τον σχεδιασμό της αγοράς. Δηλαδή του μηχανισμού μέσω του οποίου οι συμμετέχοντες είτε ως παραγωγοί είτε ως καταναλωτές ενεργώντας ο καθένας για το συμφέρον του προωθεί το γενικό συμφέρον έστω και αν αυτό δεν είναι η πρόθεσή του. Το πετυχαίνουν; Έχουν κίνητρο να το πετύχουν; Στην ελληνική αγορά το έχουν πετύχει; Η απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα είναι ναι σε κάποιο βαθμό – στα προηγμένα κράτη. Αν και ο πολιτικός σχεδιασμός ευνοεί συνήθως τους παραγωγούς (τους “επενδυτές”!) παρά τους καταναλωτές. Αλλά στη Ελλάδα τα έχουμε κάνει θάλασσα.
Δεν υπάρχει πρόβλημα στην ελληνική αγορά που να μην έχει τις ρίζες του σε πολιτικές αποφάσεις ή παραλείψεις. Η δεσπόζουσα θέση της ΚΕΗ είκοσι χρόνια μετά την “απελευθέρωση” της αγοράς και η κακή της σημερινή κατάσταση, η προβληματική κατάσταση των ιδιωτών παραγωγών από την πρώτη σχεδόν στιγμή λειτουργίας των εργοστασίων τους, η ανορθολογική δαπάνη για ΑΠΕ (που κοστίζουν στον καταναλωτή περίπου 1,5 δισ. ευρώ τον χρόνο εδώ και δεκαετίες), η τριτοκοσμική διαχείριση του προβλήματος των ανείσπρακτων λογαριασμών (η ΚΕΗ έχει χάσει οριστικά πάνω από 2 δισ. ευρώ), το λάθος επενδυτικό πρόγραμμα των δικτύων αλλά και η προβληματική λειτουργία τους. Να προστεθούν η έλλειψη διαφάνειας, δημόσιας πληροφόρησης και λογοδοσίας.
Ποιος θα μας προστατεύσει από τους προστάτες μας; Οι δημοκρατικές διαδικασίες – που είναι μακρόσυρτες και αναποτελεσματικές. Γι’ αυτό στο παρόν δεν θα ασχοληθούμε με το θέμα. Θα υποθέσουμε ότι έγινε θαύμα και οι πολιτικοί σχεδίασαν την τέλεια ανταγωνιστική αγορά. Τελειώσαμε; Όλα πάνε καλά; Αφήνουμε τους καταναλωτές στο έλεος των προμηθευτών εφαρμόζοντας την αρχή “caveat emptor” δηλαδή “ευθύνη του αγοραστή – ας πρόσεχε”;
Όχι – για τουλάχιστον ένα λόγο: Ακόμα και στην πιο καλά σχεδιασμένη αγορά υπάρχει ασυμμετρία ανάμεσα στην πληροφορία που κατέχει ο πωλητής για το προϊόν του και αυτή που διαθέτει ο αγοραστής. Για να καλύψει την ασυμμετρία αυτή ο καταναλωτής πρέπει να επενδύσει χρόνο που δεν έχει διαθέσιμο τουλάχιστον σε σχέση με την ωφέλεια που αναμένει με καλύτερη επιλογή αγαθού. Ο προμηθευτής συνεπώς, ορθολογικά ενεργώντας, κάνει την προσφορά του πιο πολύπλοκη προσπαθώντας να συσκοτίσει την πληροφόρηση του καταναλωτή περιορίζοντας έτσι την επιλογή του. Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό – έχει αναλυθεί από τους οικονομολόγους και είναι διεθνώς γνωστό (obfuscation).
Το ότι το πρόβλημα είναι διεθνώς γνωστό δεν αποτελεί βέβαια παρηγοριά για τους Έλληνες καταναλωτές. Που αυτοί το γνωρίζουν με το όνομα “Ρήτρες αναπροσαρμογής”. Το πρόβλημα με τις ρήτρες είναι η συσκότιση και η παραπλάνηση του κοινού. Δεν είναι το γεγονός ότι μέσω αυτών αυξάνεται η τιμή του ρεύματος με στόχο την κερδοσκοπία. (Οι πολιτικοί και τα παπαγαλάκια τους δημιουργούν εσκεμμένα σύγχυση περνώντας το μήνυμα ότι η “κατάργηση της ρήτρας” σημαίνει μείωση της τιμής). Αν λοιπόν είναι θέμα παραπλάνησης πως την αντιμετωπίζουμε; Υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι:
Βάζουμε (όχι εμείς δυστυχώς αλλά οι πολιτικοί) πρόσθετους αυστηρούς κανόνες. Η μη τήρησή τους συνεπάγεται ποινές. Μέσω μιας νομικής διαδικασίας. Όπου μας περιμένουν οι δικηγόροι. Οι οποίοι δεν έχουν κίνητρο να λύσουν το πρόβλημα πριν δαπανηθούν επαρκή ποσά για τις αμοιβές τους από τους εμπλεκόμενους (χρησιμοποιώντας και την σύγχυση που προκαλούν οι πολιτικοί μεταξύ παραπλάνησης και κερδοσκοπίας).
Ένας άλλος τρόπος είναι να αξιοποιηθεί η ευκαιρία που δίνει η τεχνολογία για δραστική μείωση του κόστους πρόσκτησης της πληροφορίας από τους καταναλωτές. Λέγεται Διαδίκτυο και Ιστοσελίδες Σύγκρισης Τιμών. Η ίδια η αγορά λύνει το πρόβλημα γιατί, αν ένας (ή περισσότεροι) ιδιώτης πείσει τους καταναλωτές ότι εξοικονομούν χρόνο και χρήμα αγοράζοντας το αγαθό μέσω της ιστοσελίδας του, έχει δημιουργήσει αξία – δηλαδή κίνητρο για να την κατασκευάσει. Πουλώντας δωρεάν στους καταναλωτές ανεξαρτησία, αντικειμενικότητα και αξιοπιστία, χρηματοδοτεί την λειτουργία του μέσω των προμηθευτών που το χρησιμοποιούν ως χαμηλού κόστους κανάλι διανομής ή προώθησης (ως επιχειρηματικό μοντέλο μοιάζει πολύ με αυτό των ΜΜΕ συμβατικών η διαδικτυακών – για καλό ή κακό!). Σε κάθε περίπτωση, καταναλωτής που χρησιμοποιεί ιστοσελίδα σύγκρισης τιμών για να επιλέξει τον προμηθευτή του είναι απίθανο να παραπλανηθεί (χωρίς ο ίδιος να το θέλει).
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αναγνωρίζοντας την τάση των προμηθευτών για δημιουργία σύγχυσης στους καταναλωτές ειδικά στην ενέργεια, έχει προτείνει στα κράτη μέλη την πολιτική να εξασφαλίζουν την ύπαρξη τέτοιων εργαλείων και να τα πιστοποιούν. Ευτυχώς στην Ελλάδα υπάρχουν τέτοιες Ιστοσελίδες εδώ και περισσότερα από πέντε χρόνια Η σχετική οδηγία θα έπρεπε να έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο μέχρι 31/12/2020. Που τέτοια τύχη!