Οι Θεοί καταράστηκαν τις Δαναΐδες να χύνουν αιώνια νερό σε τρύπιο πιθάρι (το έγκλημά τους είχε να κάνει με ενδοοικογενειακή βία). Ο μύθος ήρθε στο μυαλό του γράφοντος καθώς διάβαζε τα οικονομικά αποτελέσματα της υπό κρατικό έλεγχο δεσπόζουσας επιχείρησης ηλεκτρισμού στην Ελλάδα – της ΔΕΗ και της θυγατρικής της ΔΕΔΔΗΕ – του διαχειριστή του Δικτύου Διανομής.
Αμφιβάλω ότι η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων γνωρίζει ότι ο ΔΕΔΔΗΕ είναι ένας από τους μεγαλύτερους επενδυτές στην χώρα – ίσως ο μεγαλύτερος. Πόσες επιχειρήσεις επενδύουν εκατοντάδες εκατομμύρια κάθε χρόνο στις δραστηριότητές τους; Τα στοιχεία για το 2022 που έχει δημοσιεύσει ο ΔΕΔΔΗΕ παρουσιάζουν επενδύσεις 312 εκατομμυρίων ευρώ. Το 2023 πρέπει να ήταν περισσότερα από 400 εκατομμύρια ευρώ. Και δεν έχει αρχίσει ακόμα η επένδυση σε έξυπνους μετρητές των 1,2 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Πιάνουν τουλάχιστον τόπο αυτά τα χρήματα; Εδώ έρχεται η κρυάδα από την ίδια έκθεση της ΔΕΗ. Που μας ενημερώνει ότι το δίκτυο του ΔΕΔΔΗΕ έχει χαμηλότερη ποιότητα στην ασφάλεια τροφοδοσίας από το ρουμανικό δίκτυο που μόλις εξαγόρασε. Αυτό επιβεβαιώνει τις στατιστικές που παράγουν αρμόδιοι Ευρωπαϊκοί οργανισμοί. Η ποιότητα του δικτύου του ΔΕΔΔΗΕ είναι η χειρότερη μεταξύ των δικτύων των χωρών μελών τη ΕΕ εξαιρουμένων των χωρών μελών πρώην μελών του συμφώνου της Βαρσοβίας. Αλλά φαίνεται ότι τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Είμαστε χειρότερα από την Ρουμανία. Πως τα καταφέρνουμε έτσι με εκατοντάδες εκατομμύρια επενδύσεις ΚΑΘΕ χρόνο;
Οι παρατηρήσεις αυτές δημιουργούν ερωτήματα αλλά πρέπει να παραδεχθεί κανείς ότι δεν αποτελούν κατ’ ανάγκη απόδειξη κακής διαχείρισης και σπατάλης. Οι υποθέσεις που μπορεί να κάνει κανείς σχετικά με πιθανά προβλήματα βασίζονται όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στην διεθνή εμπειρία και είναι κυρίως ερωτήματα σχετικά με τα κίνητρα που τίθενται από το θεσμικό/οργανωτικό πλαίσιο για τους εμπλεκόμενους ώστε να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τα συμφέροντα των κυρίων τους – δηλαδή των Ελλήνων καταναλωτών – φορολογούμενων. Να ορισμένα παραδείγματα.
Το πρόβλημα του “φουσκώματος” της ρυθμιζόμενης βάσης παγίων. Είναι γνωστό ότι οι υπό ρύθμιση επιχειρήσεις έχουν κίνητρο να αυξάνουν τις επενδύσεις τους αγνοώντας (από ένα σημείο και μετά) την παραγωγικότητά τους γιατί αμείβονται με την απόδοση των κεφαλαίων που ενσωματώνονται στα πάγιά τους – την ρυθμιζόμενη βάση παγίων. Στη δική μας περίπτωση η απόδοση αυτή (μεγαλύτερη από 7% ετησίως) είναι από τις υψηλότερες στην ΕΕ. Η διοίκηση του ΔΕΕΔΔΗΕ έχει ισχυρό κίνητρο να κάνει επενδύσεις. Με ποιο αντάλλαγμα όμως;
Εδώ έρχεται το επόμενο πρόβλημα. Επειδή η βασική υποχρέωση του δικτύου δηλαδή η εξασφάλιση ασφάλειας τροφοδοσίας θεωρείται “δημόσιο” αγαθό δεν είναι εύκολο να αποτιμηθεί η αξία των επενδύσεων για τον σκοπό αυτό. Η απλοϊκή – “λαϊκίστικη” – ερώτηση : “καλά χρειαστήκατε 400 εκατομμύρια ευρώ για να βελτιώσετε την μέση διάρκεια και την συχνότητα των διακοπών ρεύματος μόνο κατά ένα αμελητέο ποσοστό; Και είσαστε ακόμα χειρότεροι και από την πρώην κομμουνιστική Ρουμανία;” είναι προφανής αλλά τα πράγματα είναι κάπως πιο πολύπλοκα. Το γενικό ερώτημα δεν είναι απλό- δηλαδή κατά πόσο ο ρυθμιστής έχει τον τρόπο να ανακαλύψει και να δώσει τα κατάλληλα κίνητρα (εκτός της καλής του θέλησης) στον διαχειριστή του δικτύου να παρέχει στου καταναλωτές επαρκή ασφάλεια τροφοδοσίας έναντι του χαμηλότερου δυνατού κόστους.
Ο γράφων δεν έχει τα στοιχεία για να διατυπώσει άποψη σχετικά με την αποδοτικότητα των επενδύσεων στο δίκτυο (εκτός από την χαριτωμένη άποψη του Αμερικανού επιχειρηματία ότι είναι σίγουρος ότι τα μισά από τα λεφτά που έδινε για διαφήμιση ήταν πεταμένα αλλά δεν ήξερε ποια μισά). Η διαδικασία που ακολουθεί η ΡΑΑΕΥ για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αυτό (υποθέτοντας ότι θέλει να το αντιμετωπίσει) είναι αδιαφανής και ακατάληπτη ακόμα και για επαΐοντες.
Μπορεί όμως να προτείνει ιδέες (ριζοσπαστικές!) που θα βοηθούσαν. Την αμφισβήτηση τις ιδέας ότι η ασφάλεια τροφοδοσίας είναι “δημόσιο” αγαθό (όπως είναι εύκολα κατανοητό το κόστος της απώλειας τροφοδοσίας δεν είναι το ίδιο για όλους τους καταναλωτές). Και την διάσπαση του δικτύου σε μικρότερες οργανωτικές – επιχειρηματικές μονάδες (όπως για παράδειγμα στην Ρουμανία!) ώστε να καταστεί δυνατή η θεσμοθέτηση ενός είδους ιδεατού ανταγωνισμού μέσω της σύγκρισης της απόδοσης των μονάδων (competitive benchmarking). Ακόμα περισσότερο, την πλήρη κατάργηση της ρύθμισης του δικτύου μετά από την πλήρη ιδιωτικοποίηση του και πώληση σε εταιρεία κοινής ιδιοκτησίας (co-tenancy) των προμηθευτών ρεύματος (με συμμετοχή ίση με το μερίδιο αγοράς τους στην λιανική – αλλά εδώ ξεπερνούμε τα όρια και της φαντασίας).
Μέχρι να τεθούν προς (σοβαρή) συζήτηση οι ριζοσπαστικές αυτές προτάσεις, (που θα χρειαστεί να τεθούν αν πρόκειται οι επενδύσεις που προγραμματίζονται για την ενσωμάτωση των ΑΠΕ να υλοποιηθούν) ο γράφων δεν αισθάνεται υποχρεωμένος να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες (θα χρειαστεί αμοιβή γι’ αυτό). Θα διατηρήσει όμως την υποψία του ότι – μέχρι να πεισθεί για το αντίθετο – από τις επενδύσεις του ΔΕΔΔΗΕ οι μισές ήταν, είναι και θα είναι πεταμένα λεφτά – απλώς δεν ξέρει ποιες μισές.