Οι Έλληνες καταναλωτές έχουν πρακτικά εδώ και περισσότερα από 10 χρόνια (τυπικά από τον 2001!) την δυνατότητα να επιλέξουν τον Πάροχο τους Ρεύματος και Φυσικού Αερίου. Αυτή την δυνατότητα την έχουν μέχρι τώρα εκμεταλλευθεί περίπου 1,5 εκατομμύρια από αυτούς, περίπου το 30%. Το υπόλοιπο 70%, σχεδόν 5 εκατομμύρια, παραμένουν πελάτες της Κρατικής Επιχείρησης Ηλεκτρισμού – της γνωστής ΔΕΗ. Αντίστοιχα και στο Φυσικό Αέριο η συντριπτική πλειοψηφία των καταναλωτών παραμένουν στους αρχικούς – πρώην μονοπωλητές Παρόχους (ο συνολικός αριθμός καταναλωτών φυσικού αερίου είναι βέβαια πολύ μικρότερος περίπου 600 χιλιάδες).
Η δυνατότητα επιλογής παρόχου έχει αποδειχθεί ότι είναι επωφελής για τους καταναλωτές. Υπολογίζουμε ότι η αλλαγή από την ΔΕΗ στον φθηνότερο Πάροχο την τρέχουσα περίοδο μπορεί να εξοικονομήσει περίπου 300 ευρώ σε ετήσια βάση – ποσό που δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο για το μέσο νοικοκυριό.
Είναι καλό συνεπώς να ενθαρρύνεται η ενεργοποίηση των καταναλωτών στην αγορά. Με την προϋπόθεση ότι αντιμετωπίζονται οι παρενέργειας από την παραπλανητική πληροφόρηση που είναι ένα αναπόφευκτο παραπροϊόν της διαφήμισης σε κάθε αγορά. Δίνουμε συνεπώς παρακάτω ορισμένες διευκρινίσεις που καλό είναι να έχουν υπόψη τους οι καταναλωτές στην διαδικασία επιλογής παρόχου.
Βασικός στόχος της αλλαγής παρόχου είναι η μείωση της δαπάνης για ρεύμα. Ψάχνουμε λοιπόν τον φθηνότερο Πάροχο. Με έκπληξη διαπιστώνουμε ότι περισσότεροι από ένας διαφημίζονται ως “ο φθηνότερος”. Πως γίνεται αυτό; Υπάρχουν πολλές ερμηνείες:
Ορισμένοι Πάροχοι προσφέρουν χαμηλότερες τιμές σε νέους πελάτες – όχι κατ’ ανάγκη στους υπάρχοντες πελάτες τους. Αυτό είναι πρόβλημα για τους ήδη πελάτες τους – οι οποίοι όμως έχουν κίνητρο να το λύσουν απαιτώντας από τον Πάροχο τους ίση μεταχείριση. Το αίτημά τους πιθανότατα θα ικανοποιηθεί.
Υπάρχουν Πάροχοι που είναι φθηνότεροι σε μια συγκεκριμένη περίοδο αλλά μόνο για την περίοδο αυτή. Σε προηγούμενες περιόδους (μήνες) ήταν ακριβότεροι και υπάρχει η πιθανότητα να είναι ακριβότεροι στο μέλλον. Αυτό δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Η λύση είναι να έχει ο καταναλωτής πρόσβαση στα ιστορικά στοιχεία της συμπεριφοράς του Παρόχου (Η ιστοσελίδα σύγκρισης τιμών allazorevma.gr παρέχει αυτή την πληροφορία για την περίοδο από 1/8/22)
Οι Πάροχοι συνηθίζουν να αναφέρουν τιμές στις οποίες αγνοούν τις πάγιες χρεώσεις. Ακόμα και μια μικρή διαφορά στο πάγιο (1-2 ευρώ την μήνα) κάνει σημαντική διαφορά στην τελική τιμή και αλλάζει την “ιεραρχία” των τιμών. Πάντα λοιπόν βασίζουμε την σύγκρισή μας στην συνολική δαπάνη σε ετήσια βάση (για την δική μας κατανάλωση!) και όχι σε μια τιμή.
Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις που η χαμηλή τιμή εξαρτάται από την παραμονή στο τιμολόγιο για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα. Παρ΄ όλο που το κράτος με την διαδικασία που εφαρμόζεται από 1/8/22 απαγορεύει κάθε ποινή πρόωρου τερματισμού, υπάρχουν προμηθευτές που δίνοντας μια πιο διασταλτική ερμηνεία, εμμέσως δίνουν εκπτώσεις που έχουν προϋπόθεση την εκπλήρωση συγκεκριμένων όρων (π.χ. αγορά πρόσθετης υπηρεσίας ή διπλού καυσίμου).
Εκτός από την ελαχιστοποίηση της δαπάνης για ενέργεια, κριτήριο για την επιλογή Παρόχου πρέπει να είναι και η ποιότητα εξυπηρέτησης. Τουλάχιστον για την επιλογή μεταξύ Παρόχων με μικρή διαφορά στις χρεώσεις τους. Η ευκρίνεια και ακρίβεια των λογαριασμών, η ποιότητα της επικοινωνίας (ψηφιακής ή τηλεφωνικής), η πιστή τήρηση των όρων της σύμβασης, η ταχύτητα στη διεκπεραίωση των διαδικασιών αλλαγής παρόχου και ο επαγγελματισμός στην διαχείριση ειδικών καταστάσεων, πρέπει να αξιολογούνται συνεχώς από τους καταναλωτές και να γίνονται αφορμές για την αλλαγή παρόχου.