Η Ελληνική κυβέρνηση είναι πράγματι πολύ γενναιόδωρη στην επιδότηση του ρεύματος. Αυτή η γενναιοδωρία όμως δεν είναι απαραίτητα προς όφελος των καταναλωτών – τουλάχιστον σε ένα μέρος της. Το ποσό που πληρώνει ένας καταναλωτής μειώνεται βέβαια (και αυτό αναγράφεται στον λογαριασμό ξεχωριστά) από την επιδότηση. Η συνολική δαπάνη όμως εξαρτάται και από τον μειωτέο. Την τιμή (και το ποσό) που χρεώνει ο πωλητής.
Η οικονομική θεωρία προβλέπει ότι για αγαθά των οποίων η ζήτηση επηρεάζεται λίγο από την τιμή – και το ρεύμα ως βασικό αγαθό είναι τέτοιο – πράγματι οι καταναλωτές επωφελούνται το μεγαλύτερο μερίδιο της επιδότησης. Αυτό είναι το καλό νέο. Το κακό νέο είναι ότι για να επιτευχθεί αυτό το ευνοϊκό για τους καταναλωτές αποτέλεσμα πρέπει να υπάρχει ανταγωνισμός στην αγορά. Δηλαδή οι πωλητές να μην έχουν δύναμη να επηρεάσουν τις τιμές.
Τι συμβαίνει στην πράξη στην χώρα μας; Κατ’ αρχάς επιβεβαιώνεται ότι η ζήτηση για το ρεύμα είναι ανελαστική. Το allazorevma.gr χρησιμοποιώντας τα στοιχεία της τιμοληψίας που διενεργεί σε συνδυασμό με τα στοιχεία που δημοσιεύουν ο ΑΔΜΗΕ και το ΕΧΕ για την κατανάλωση υπολόγισε ότι για κάθε μια ποσοστιαία μονάδα αύξησης των τιμών η ζήτηση ρεύματος μειώνεται κατά μισή μονάδα. Όπως αναμενόταν από την θεωρία, η λεγόμενη ελαστικότητα της ζήτησης είναι αρνητική και μικρότερη του ένα. Υπολογίστηκε στο -0,51*. Η ζήτηση είναι “ανελαστική”. Το πόσο καταναλώνουμε έχει μικρή σχέση με την τιμή. Όταν η τιμή μειώνεται και η κατανάλωση μένει περίπου σταθερή, το ποσό της επιδότησης μειώνει κατευθείαν την δαπάνη των νοικοκυριών. Η επιδότηση μεταφέρεται σχεδόν όλη στους καταναλωτές.
Υπάρχει όμως ανταγωνιστική αγορά στην χώρα μας ώστε να μεταφερθεί πλήρως η επιδότηση στους καταναλωτές; Δυστυχώς όχι. Η λιανική αγορά ρεύματος στην Ελλάδα (είκοσι χρόνια μετά την “απελευθέρωσή” της) έχει τον μεγαλύτερο βαθμό συγκέντρωσης (δηλαδή ολιγοπωλιακής δύναμης) από όλες σχεδόν τις αγορές των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με δεσπόζοντα Πάροχο την Κρατική Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (γνωστή ως ΔΕΗ).
Η εμπειρία από την εφαρμογή της νέας διαδικασίας τιμολόγησης στο ρεύμα από τον Αύγουστο επιβεβαιώνει – με τρανταχτό θα έλεγε κανείς τρόπο – την θεωρητικά προβλεπόμενη αρνητική επίπτωση της έλλειψης ανταγωνισμού. Τους τρείς μήνες της εφαρμογής της νέας διαδικασίας τα μικτά περιθώρια των Παρόχων ρεύματος τριπλασιάστηκαν σε σχέση την αμέσως προηγούμενη περίοδο και έφθασαν τον Οκτώβριο στο ύψος του 60%! Αυτή η αύξηση έχει προφανώς ως αιτία την αύξηση του κόστους που επέφερε η νέα διαδικασία, αλλά οι τιμές σε μια αγορά που λειτουργεί ομαλά δεν εξαρτώνται μόνο από το κόστος – εξαρτώνται και από τον ανταγωνισμό. Άλλο πράγμα οι τιμές και άλλο το κόστος παραγωγής ενός αγαθού. Είναι προφανές ότι ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί. Αναμενόμενο δεδομένης της ολιγοπωλιακής δομής της αγοράς.
Η ανάλυση που προηγήθηκε είναι ένα πρόχειρο πλαίσιο που έχει στόχο να αξιολογηθούν οι κυβερνητικές πολιτικές, οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης και η δραστηριότητα των ανεξάρτητων θεσμών – της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας και της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Ο γράφων δεν θα κάνει καμία αξιολόγηση. Ανακράζει μόνο όπως ο αείμνηστος σχολιαστής του μπάσκετ ευρισκόμενος στην υπέρτατη έξαψη : “Δεν περιγράφω άλλο!”
* Ο υπολογισμός του allazorevma.gr έγινε για το διάστημα ενός χρόνου. Συνεπώς προσεγγίζει την μακροχρόνια ελαστικότητα της ζήτησης. Η σχετική βιβλιογραφία αναφέρει ότι η βραχυπρόθεσμη ελαστικότητα της ζήτησης για το ρεύμα είναι περίπου 6 φορές μικρότερη από την μακροπρόθεσμη – αυτό σημαίνει μια εξαιρετικά ανελαστική ζήτηση – μικρότερη από -0,1. Πράγμα που ενισχύει την ανάλυση του παρόντος,