Παρακολουθούμε την ενεργειακή πολιτική της Γερμανίας για προφανείς λόγους. Είναι η χώρα ηγέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συγχρόνως εδώ και πολλά χρόνια εφαρμόζει την πιο φιλόδοξη πολιτική σχετικά με την κλιματική αλλαγή – ίσως σε παγκόσμιο επίπεδο. Πολιτική που έχει το αξιοπρόσεκτο αποτέλεσμα αφενός οι καταναλωτές να πληρώνουν τις ακριβότερες τιμές στο ρεύμα στην ΕΕ (και τριπλάσιες από τις ΗΠΑ), αφετέρου να είναι εξαιρετικά δημοφιλής. Φαίνεται όμως ότι η πολιτική αυτή, με μικρά, σταθερά βήματα χωρίς τυμπανοκρουσίες αλλάζει.
Αφορμή για το σημείωμα είναι η πρόσφατη απόφαση της Γερμανικής κυβέρνησης (που επικυρώθηκε από την Βουλή) να καταργήσει το τέλος για την επιδότηση των ΑΠΕ στους λογαριασμούς των καταναλωτών από 1/7/22 (το αντίστοιχο του δικού μας ΕΤΜΕΑΡ). Το τέλος αυτό που είχε φθάσει τα 6,7 λεπτά την κιλοβατώρα (4 φορές μεγαλύτερο από το δικό μας στα 1,7 λεπτά) ισοδυναμούσε με μια επιβάρυνση 300 ευρώ τον χρόνο για τον μέσο καταναλωτή (στοίχιζε περισσότερο από την προμήθεια και παραγωγή του ρεύματος). Η σχετική απόφαση είχε ληφθεί πριν την κρίση και απλώς επιταχύνθηκε η εφαρμογή της. Η επιδότηση των ΑΠΕ θα βασίζεται κυρίως στα έσοδα από την αγορά δικαιωμάτων εκπομπών CO2. Παράλληλα οι Γερμανοί έχουν αποφασίσει να επιβάλουν στην θέρμανση και τις μεταφορές φόρο άνθρακα.
Αυτή η στροφή στον γενικευμένο φόρο άνθρακα είναι σημαντική και σηματοδοτεί πολιτικές που είναι πολύ κοντά στην ορθόδοξη οικονομική ανάλυση. Και δεν είναι το μόνο δείγμα του ότι οι Γερμανοί αρμόδιοι προσεγγίζουν, με την υποστήριξη ή ίσως και την ανοχή των πολιτικών τους προϊσταμένων, τα ενεργειακά θέματα με αξιοπρόσεκτη προσαρμογή στις αρχές της ελεύθερης αγοράς.
Ο φόρος άνθρακα είναι ο προτιμώμενος μηχανισμός από τους οικονομολόγους για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής. Όπως και ο μηχανισμός διόρθωσης στις διεθνείς συναλλαγές με την φορολόγηση των εισαγωγών με βάση το “περιεχόμενό” τους σε CO2 (Cross Border Adjustment Mechanism-CBAM). Πολιτική που έχει ήδη εξαγγείλει βέβαια η ΕΕ με την προφανή όμως υποστήριξη της Γερμανίας που είναι, ως η μεγαλύτερη βιομηχανική δύναμη της Ευρώπης, αυτή που πιθανότατα υποφέρει περισσότερο από την “διαρροή άνθρακα”.
Υπάρχουν όμως περισσότερα δείγματα πολιτικών που έχουν υιοθετήσει οι Γερμανοί οι οποίες, ακολουθώντας την ορθόδοξη οικονομική ανάλυση, διαφοροποιούνται από αυτές των υπόλοιπων χωρών της Ευρώπης. Να ορισμένα παραδείγματα:
Πρόσφατα και παράλληλα με τη κατάργηση του ΕΤΜΕΑΡ, η γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε να επιδοτήσει την δαπάνη των καταναλωτών για ρεύμα λόγω της κρίσης. Το έκανε αυτό με την παροχή ενός σταθερού ποσού 300 ευρώ τον χρόνο (+100 ανά παιδί) σε κάθε φορολογούμενο. Ακολουθώντας την οικονομική λογική που υποδεικνύει σταθερό ποσό επιδότησης και όχι ανά κιλοβατώρα. Πολιτική που είναι περισσότερο αναδιανεμητική και συγχρόνως λιγότερο στρεβλωτική του κινήτρου για κατανάλωση ενέργειας.
Σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, η Γερμανία είναι από τις λίγες χώρες της ΕΕ (και η μόνη από τις μεγάλες) που έχουν αποφασίσει να εγκαταστήσουν “έξυπνους” μετρητές μόνο σε εγκαταστάσεις με κατανάλωση μεγαλύτερη των 6 MWh τον χρόνο – εξαιρώντας δηλαδή ουσιαστικά όλους σχεδόν τους οικιακούς καταναλωτές. Η απόφαση αυτή ακολουθεί την απλή οικονομική λογική ότι για να υπάρξει κοινωνική ωφέλεια από την επένδυση αυτή θα πρέπει επαρκής αριθμός καταναλωτών να επιλέξουν δυναμικά τιμολόγια. Πράγμα που έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αισιόδοξο καθιστώντας την εγκατάσταση μετρητών σε όλους τους καταναλωτές μη αποδοτική επένδυση (malinvestment). Για όλους εκτός από τους μετόχους των εταιρειών διανομής και τους κατασκευαστές μετρητών.
Στο ανώτερο επίπεδο, αυτό της χονδρικής αγοράς, οι Γερμανοί είναι αυτοί (στην ΕΕ) που επιμένουν στις αγορές ενέργειας μόνο, αντιδρώντας στην θεσμοθέτηση αγορών δυναμικότητας (capacity markets). Οι αγορές διαθεσιμότητας, που έχουν το πλεονέκτημα να εξασφαλίζουν ασφάλεια στην τροφοδότηση σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, έχουν το μειονέκτημα ότι σε κάποιο βαθμό υποκαθιστούν την αγορά με κυβερνητικές αποφάσεις. Οι Γερμανοί εμπιστεύονται τις αγορές.
Ας σημειωθεί ότι η αγορά ρεύματος στην Γερμανία είναι εξαιρετικά ανταγωνιστική. Στην λιανική (ρεύματος και αερίου) δραστηριοποιούνται περί τις χίλιες (1.000) επιχειρήσεις (οι περισσότερες μικρές δημοτικές επιχειρήσεις διανομής) με τους τέσσερεις μεγάλους καθετοποιημένους να έχουν συνολικά μόνο το 40% της αγοράς.
Δεν παρεμβαίνει δηλαδή καθόλου το κράτος στην αγορά ενέργειας; θα αναρωτηθεί κανείς. Βεβαίως παρεμβαίνει. Πριν δυο χρόνια κινεζική εταιρία προσπάθησε να αποκτήσει μερίδιο σε μια από τις εταιρείες που χειρίζονται το Δίκτυο Μεταφοράς της χώρας (κάτι σαν τον δικό μας ΑΔΜΗΕ). Η Γερμανική κυβέρνηση το απαγόρευσε με συνοπτικές διαδικασίες για λόγους εθνικής ασφάλειας. Το δίκτυο μεταφοράς χαρακτηρίστηκε ως ουσιώδης υποδομή.
Επίσης το κράτος έχει παρέμβει για να εξομαλύνει την διαδικασία κλεισίματος των ανθρακικών και λιγνιτικών σταθμών. Αναγνωρίζοντας το κόστος και αποζημιώνοντας τις επιχειρήσεις που θα αναγκαστούν να αποχωριστούν παραγωγικές μονάδες πριν το τέλος της οικονομικής τους ζωής. Επιδεικνύοντας όμως συγχρόνως ευελιξία τώρα στην κρίση. Οι λιγνιτικές και οι ανθρακικές μονάδες στην Γερμανία αύξησαν την παραγωγή τους κατά 20% το 2021 σε σχέση με το 2020 για να υποκαταστήσουν το φυσικό αέριο και την απροσδόκητα μεγάλη μείωση της αιολικής παραγωγής κατά 15% στην ίδια περίοδο.
Η Γερμανία έχει την φήμη ότι είναι η χώρα της Ευρώπης με το καλύτερης ποιότητας κράτος. Πράγμα που θεωρείται ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της οικονομίας της. Φαίνεται λοιπόν παράδοξο αλλά είναι η αλήθεια. Παρά την τεράστια αποτυχία της “EnergieWende” που επιβλήθηκε από τους πολιτικούς, οι Γερμανοί γραφειοκράτες επιβεβαιώνουν την ποιότητά τους και την πίστη τους στους μηχανισμούς της αγοράς. Το πρόβλημα είναι ότι οι Έλληνες ομόλογοί τους έχουν αποκτήσει την πολύ κακή συνήθεια να προτιμούν να συγκριθούν και να μιμηθούν τους ….Πορτογάλους.