Η ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης είναι η προστασία και προώθηση των συλλογικών συμφερόντων των Ελλήνων πολιτών και των απογόνων τους. Αυτό είναι αυτονόητο και κοινά αποδεκτό. Αν όμως είναι έτσι, τότε οποιαδήποτε πολιτική που επιφέρει κόστος στις παρούσες και επόμενες γενεές Ελλήνων χωρίς κανένα απολύτως όφελος για αυτές, παραβιάζει κάθε στοιχειώδες κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ της εξουσίας και των πολιτών (με εξαίρεση ίσως την απόλυτα ομόφωνη συμφωνία εθελοντικού ομαδικού αυτοτραυματισμού).
Οι πολιτικές για την αντιμετώπιση/αντιστροφή της κλιματικής αλλαγής (mitigation), σε αντίθεση με αυτές για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή (adaptation) είναι ακριβώς αυτό. Έχουν σημαντικό κόστος για τους πολίτες χωρίς να μπορούν να υποσχεθούν απολύτως κανένα όφελος. Αυτό είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η συνεισφορά της Ελλάδας στις εκπομπές CO2, των οποίων η μείωση είναι η κύρια στρατηγική για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, είναι μηδαμινή (όχι μόνο στο παρόν αλλά και στο παρελθόν – η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ βιομηχανική χώρα) και οι επιπτώσεις τους δεν μπορούν να ελεγχθούν από αυτήν.
Αντίθετα, οι πολιτικές για την προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (adaptation) είναι στην διακριτική ευχέρεια των ελληνικών κυβερνήσεων και έχουν τη ευθύνη για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή τους.
Η βέλτιστη πολιτική συνεπώς για την ελληνική κυβέρνηση (και βεβαίως κάθε κυβέρνηση – ιδιαίτερα μικρής φτωχής χώρας με προβληματική οικονομία) θα ήταν να δώσει προτεραιότητα στις πολιτικές προσαρμογής και να αναλάβει υποχρεώσεις εφαρμογής πολιτικών αντιστροφής μόνο στον βαθμό που θα εξασφαλίσει κάποιας μορφής ανταπόδοση από τρίτους ώστε να μπορέσει να επιτύχει μια ισορροπία μεταξύ κόστους και ωφέλειας από αυτές. Εκμεταλλευόμενη συγχρόνως στον μέγιστο δυνατό βαθμό την ευελιξία που διαθέτει ώστε να ελαχιστοποιήσει το κόστος τους για τους Έλληνες πολίτες. Οι σχετικές διακρατικές διεθνείς συλλογικές αποφάσεις δεν αποτελούν στόχο για την ελληνική κυβέρνηση (για καμία κυβέρνηση σε καμία χώρα!) αλλά περιορισμό.
Η ειρωνεία του πράγματος είναι ότι η παραπάνω λογική, που ίσως φαίνεται παράδοξη στα πλαίσια του δημόσιου διαλόγου σήμερα, είναι ακριβώς η λογική όλων των διεθνών συμφωνιών- από το Κυότο το 1992 μέχρι το Παρίσι το 2015. Οι πλούσιες χώρες, με τις μεγαλύτερες οικονομίες, που έχουν ήδη συμβάλει εδώ και 150 χρόνια στην αύξηση της περιεκτικότητας της ατμόσφαιρας σε CO2, έχουν αναλάβει το βάρος της αντιμετώπισης του προβλήματος όχι μόνο απαλλάσσοντας τις φτωχότερες χώρες από αυτό αλλά υποσχόμενες οικονομική βοήθεια. Το πρόβλημα είναι ότι, (για παράδειγμα), σε αντίθεση με την θορυβώδη γείτονα, η Ελλάδα ως μέλος της ΕΕ βρέθηκε στην μεριά των πλουσίων. Η Τουρκία δεν έχει ως γνωστόν υπογράψει ποτέ τίποτα δεσμευτικό.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει ένα πρόβλημα που είναι μεγαλύτερο από αυτό των πλουσιότερων χωρών της ΕΕ – της Γερμανίας για παράδειγμα. Είναι υποχρεωμένη να προσαρμοστεί σε Ευρωπαϊκές πολιτικές το κόστος των οποίων είναι πιθανόν μεγαλύτερο για την χώρα σε σχέση με το εισόδημα και τον πλούτο της. Η αντιστροφή της κλιματικής αλλαγής είναι “αγαθό πολυτελείας”. Το επιζητούν οι κοινωνίες όταν έχουν λύσει τα βασικά τους προβλήματα. Η Ελλάδα, όντας πλέον μια από τις φτωχότερες χώρες της ΕΕ, και έχοντας υποστεί πρόσφατα τεραστίων διαστάσεων οικονομική κρίση, είναι αναγκασμένη ως μέλος της ΕΕ να παίρνει την έγκριση της Κομισιόν για την ενεργειακή της πολιτική και να τηρεί τους συλλογικούς στόχους που έχουν τεθεί από τους πλούσιους. Να φέρεται δηλαδή όπως η μαντάμ Σουσού από τον Μπύθουλα φέρνοντας σε απόγνωση τον κακομοίρη τον Παναγιωτάκη – τον ελληνικό λαό.
Για να έχουμε την ευτυχή κατάληξη που είχε η περιπέτεια της μαντάμ Σουσού θα περιγράψουμε παρακάτω ορισμένες ιδέες για την βέλτιστη κατεύθυνση. Ο γράφων δεν έχει ούτε τις νομικές γνώσεις ούτε την εμπειρία για να εκτιμήσει το κατά πόσον οι προτάσεις που ακολουθούν μπορούν να υλοποιηθούν στα πλαίσια των κανόνων της ΕΕ (και για αυτό δεν προτείνει την έξοδο από την ΕΕ για να “πάρουμε πίσω τον έλεγχο”). Ίσως μπορούν να βοηθήσουν όμως ως ένα είδος “χρυσού κανόνα” με βάση τον οποίο να αξιολογούνται οι πολιτικές που εφαρμόζονται στην πράξη. Στην χειρότερη περίπτωση ίσως θα είναι χρήσιμες στις θεωρητικές συζητήσεις στην Κοινότητα ώστε να έχουμε και εμείς να συνεισφέρουμε μια εξυπνάδα. Να λοιπόν οι προτάσεις (που αφορούν μόνο πολιτικές αντιμετώπισης/αντιστροφής και όχι προσαρμογής οι οποίες είναι αρμοδιότητα εθνική).
Ένας γενικός Φόρος Άνθρακα θα αποτελούσε τον κορμό των πολιτικών αντιστροφής. Ο φόρος αυτός θα επιβάλλεται στην συμμετοχή του CO2 στην παραγωγή όλων των αγαθών και όχι μόνο στο ρεύμα. Συμπεριλαμβανομένων των εισαγομένων προϊόντων – πράγμα που σε ευτυχή συγκυρία προγραμματίζει να επιβάλλει και η ΕΕ από το 2026 σε ορισμένα βασικά προϊόντα. Το σημαντικό χαρακτηριστικό του φόρου θα είναι η επιστροφή στους πολίτες του συνόλου των εσόδων από αυτόν με την μορφή μείωσης άλλων φόρων. Κατά προτίμηση φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και ασφαλιστικών εισφορών. Με την πολιτικά εύηχη ονομασία “Μέρισμα Άνθρακα”.
Πόσο θα ήταν το ύψος του φόρου αυτού; Δεν υπάρχει καμία ασφαλής εκτίμηση αλλά έχει προταθεί μια λύση. Ξεκινάμε με ένα χαμηλό ποσό (οι Γερμανοί φαίνεται ότι κατέληξαν στα 20 ευρώ/τόνο) το οποίο κάθε χρόνο μεταβάλουμε ανάλογα με το πόσο έχει θερμανθεί η γη (στην τροπόσφαιρα του ισημερινού-πρόταση του Καναδού οικονομολόγου Ross McKitrick). Αυτό θα δώσει κίνητρο να δημιουργηθούν προθεσμιακές αγορές μέσω των οποίων οι επιχειρήσεις θα προσπαθούν να μειώσουν την διαχρονική τους φορολογική υποχρέωση. Η προσπάθεια αυτή θα έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι θα βοηθήσει να ξεχωρίσει η ήρα από το στάρι μεταξύ των μοντέλων πρόβλεψης του κλίματος. (Στην Ευρώπη γίνεται προσπάθεια να επεκταθεί το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων για τον ίδιο σκοπό. Όπως είναι γνωστό ο φόρος και το cap and trade είναι σχεδόν τέλεια υποκατάστατα το ένα του άλλου. Με τον φόρο όμως και τη διαδικασία που προτείνεται δεν θα είχαμε την πολιτική διαχείριση της τιμής των δικαιωμάτων και την απερίγραπτη αναστάτωση των αγορών που αυτή προκαλεί).
Ένα πιθανό μειονέκτημα, πολιτικής υφής, του Φόρου Άνθρακα είναι ότι για να είναι αποτελεσματικός θα πρέπει να υποκαταστήσει όλες τις επιδοτήσεις σε ΑΠΕ με οποιαδήποτε μορφή και όλες τις ρυθμίσεις στον ενεργειακό κλάδο, όπως η ενίσχυση της ηλεκτροκίνησης και η επιδότηση έργων εξοικονόμησης ενέργειας. Δεν θα έπρεπε βέβαια να μας κάνουν να διστάσουμε οι τυχόν αντιρρήσεις γιατί :
- Οι ΑΠΕ είναι πλέον ο φθηνότερος τρόπος παραγωγής ρεύματος – προς τι λοιπόν η επιδότηση; (το κόστος των συμβάσεων που υπάρχουν ήδη μπορεί να λυθεί με κάποιου είδους δανεισμό – ένα ακόμα Ταμείο!)
- Η παροχή υπηρεσιών εξισορρόπησης στο ηλεκτρικό δίκτυο (Vehicle to Grid) μπορεί να κάνει την ηλεκτροκίνηση (ειδικά με υβριδικά αυτοκίνητα) οικονομικά ελκυστική-χωρίς επιδότηση.
- Είναι γνωστό (από τον 19ο αιώνα) ότι η επιδότηση στην εξοικονόμηση ενέργειας είναι νερό στον Πίθο των Δαναΐδων δεδομένου ότι μέσω του “rebound effect” οδηγεί στην αύξηση της συνολικής κατανάλωσης. ‘Όταν το κόστος ενός αγαθού πέφτει, η ζήτηση ανεβαίνει!
Η υιοθέτηση του φόρου άνθρακα είναι αποτέλεσμα της βασικής υπόθεσης ότι είναι καλύτερο και αποτελεσματικότερο να λύνονται τα συλλογικά προβλήματα με “σκουντήματα” και όχι με “σφαλιάρες”. Με άλλα λόγια ότι ο συλλογικός στόχος θα επιτευχθεί δημιουργώντας κίνητρο στους πολίτες και τις επιχειρήσεις να δράσουν ο καθένας με τον δικό του τρόπο και για το δικό του συμφέρον προς την επιθυμητή κατεύθυνση χωρίς την εξάσκηση κάποιας μορφής βίας (εκτός από την επιβολή του φόρου – που δεν είναι κλοπή στην συγκεκριμένη τουλάχιστον περίπτωση!). Είναι η υπόθεση που (επιστημονικά) κάνουν σχεδόν το σύνολο των οικονομολόγων και (αξιολογικά) προτιμούν όλοι όσοι έχουν τις αποκαλούμενες ¨φιλελεύθερες” προκαταλήψεις. Πρέπει το κράτος να πάρει πρόσθετες πρωτοβουλίες;
Ναι, πρέπει και μπορεί. Για την εξασφάλιση ανταγωνιστικών αγορών, την υποστήριξη της καινοτομίας με έμφαση τα δίκτυα, την υποστήριξη των πραγματικά αδυνάτων και – ειδικά στην Ελλάδα – την επένδυση σε πυρηνική τεχνολογία. Που έχει ένα ενδιαφέρον για την χώρα παραπροϊόν σε θέματα εθνικής άμυνας: Την αποτροπή σε χαμηλό κόστος.
Στα παραπάνω δεν υπάρχει καμία αναφορά στις πολιτικές που ακολουθούνται σήμερα. Ο ενημερωμένος αναγνώστης είναι σε θέση να τις αντιπαραθέσει με αυτά που προτείνονται και να βγάλει το δικά του συμπεράσματα. Ο γράφων προσπαθεί να παρεμβαίνει θετικά, προσέχοντας να συνεισφέρει κάτι ενδιαφέρον και καινούργιο (έστω και “τρελό”) στο δημόσιο διάλογο. “Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω”. Αντιρρήσεις, παρατηρήσεις, αιτήματα για διευκρινίσεις, πρόσθετες πληροφορίες ακόμα και βιβλιογραφία, ευπρόσδεκτα.