Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα μοιράσει μισό δισεκατομμύριο για να επιδοτήσει το ηλεκτρικό ρεύμα, βοηθώντας έτσι τους καταναλωτές να αντιμετωπίσουν τις αυξημένες τιμές λόγω της διεθνούς αναταραχής στην παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου. Αξίζει τον κόπο να εξηγηθεί το που βρήκε τα χρήματα και να απαντηθεί το ερώτημα αν τα διαθέτει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η συνοπτική απάντηση είναι ότι τα χρήματα τα βρήκε από τους ίδιους τους καταναλωτές (καμία έκπληξη) και τα μοιράζει με σχιζοφρενικό, ανορθολογικό, άδικο και κοντόφθαλμο τρόπο.
Ο Έλληνας πολίτης ως καταναλωτής ρεύματος πληρώνει κάθε χρόνο ένα ποσό που φθάνει τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ (περίπου το 30% της δαπάνης του για ρεύμα) για να γεμίσει ένα κουβά. Το περιεχόμενο του κουβά (στο συντριπτικό ποσοστό του) αποδίδεται στους παραγωγούς με Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (κυρίως Φωτοβολταικά και Ανεμογεννήτριες). Ο κουβάς αυτός δεν είναι καινούργιος, υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια και δημιουργήθηκε γιατί αλλιώς κανένας επενδυτής δεν θα κατασκεύαζε σταθμούς παραγωγής ΑΠΕ χωρίς την επιδότηση του. Είναι τόσο μεγάλη η χωρητικότητα του κουβά που πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι θα χρειαστεί να τον γεμίζουμε για τουλάχιστον 10 χρόνια ακόμα και μάλιστα οι εισροές του θα πρέπει να αυξηθούν λιγάκι μέσα στην περίοδο αυτή (κατά 4 δισ. ευρώ σωρευτικά).
Ο κουβάς λοιπόν αυτός γεμίζει με ένα περίεργο τρόπο. Όσο υψηλότερη είναι η τιμή της ενέργειας τόσο αυξάνεται ο ρυθμός που γεμίζει – από τους λογαριασμούς ρεύματος των καταναλωτών. Μέχρι πρόσφατα ο κουβάς είχε συνήθως έλλειμα. Με την πρόσφατη όμως εκτόξευση των τιμών ο ρυθμός που γεμίζει αυξήθηκε δραματικά. Από ένα σημείο και μετά γεμίζει τόσο γρήγορα, που φθάνει και περισσεύει για να πληρωθούν οι παραγωγοί με ΑΠΕ (που έχουν πολυετείς συμβάσεις με σταθερές τιμές). Έχει πλεόνασμα. Αυτό μοιράζει η κυβέρνηση. Την υπερχείλιση του κουβά που οι καταναλωτές γεμίζουν με τους λογαριασμούς τους.
Το επόμενο ερώτημα: Είναι αυτή μια σωστή κίνηση; Επιχειρηματολογούμε ότι είναι σχιζοφρενική, ανορθολογική, άδικη και κοντόφθαλμη.
Είναι σχιζοφρενική γιατί αντιστρατεύεται ευθέως την πολιτική της απανθρακοποίησης που ή ίδια προωθεί. Η αύξηση των τιμών της ενέργειας είναι ένας από τους βασικούς μοχλούς της προσπάθειας να μειωθεί η χρήση των ορυκτών καυσίμων. Με την κίνηση αυτή πανικού η κυβέρνηση υπονομεύει την δυνατότητα της στο μέλλον να πείσει τους καταναλωτές ότι αξίζει τον κόπο η θυσία για τη σωτηρία της γης.
Είναι ανορθολογική γιατί παίρνει την μορφή επιδότησης στην κιλοβατώρα αντί να πάρει την μορφή ενός σταθερού ποσού για κάθε καταναλωτή – ενός θετικού “παγίου”. Αυτό γιατί η επιδότηση της κιλοβατώρας θα οδηγήσει στην “τεχνητή” αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας (αυτό λέει ο νόμος της προσφοράς και ζήτησης) πράγμα που, ανεξάρτητα από την πολιτική για το κλίμα, είναι πολύ κακή ιδέα. Αχρείαστη σπατάλη.
Είναι άδικη γιατί η επιδότηση στην κιλοβατώρα, σε αντίθεση με πάγιο βοήθημα ίσο για όλους, βοηθάει περισσότερο τους καταναλωτές με μεγαλύτερα εισοδήματα και μεγαλύτερες κατά τεκμήριο καταναλώσεις.
Είναι τέλος κοντόφθαλμη γιατί δεν έχει μακροπρόθεσμη προοπτική. Η μάλλον (με τη ίδρυση “Ταμείου Μετάβασης” μετά το “Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης”- μήπως να τα συγχωνεύσουμε;) προσποιείται ότι έχει, με τρόπο που φέρνει στους ακροατές ειρωνικό χαμόγελο. Γιατί στην πράξη αυτό που προτείνεται είναι μια μονιμοποίηση της κίνησης πανικού που μόλις έγινε. Με τα προβλήματα πολιτικής σχιζοφρένειας και ανορθολογισμού που την ακολουθούν.