Είναι γενικά παραδεκτό ότι ο ανταγωνισμός στις αγορές των αγαθών αλλά και των ιδεών κάνει καλό: Εξασφαλίζει την καλύτερη ποιότητα σε σχέση με την τιμή των προϊόντων, δίνοντας ταυτόχρονα το κίνητρο στους παραγωγούς να βελτιωθούν. Στον χώρο των πολιτικών αποφάσεων η θεωρία είναι ότι αυτό επιτυγχάνεται μέσω του Κοινοβουλίου. Για σημαντικά όμως (υποτίθεται “υπερκομματικά”) προβλήματα, όπως η κλιματική αλλαγή, το κράτος καταρτίζει μακροπρόθεσμα σχέδια και τα θέτει σε δημόσια διαβούλευση. Με την ευκαιρία της διαδικασίας αυτής για το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) ο γράφων υποστηρίζει ότι η δημόσια διαβούλευση δεν αρκεί. Χρειάζεται μια καινοτομική για την χώρα ανταγωνιστική διαδικασία. Με δημόσια δαπάνη να ανατεθεί σε μια αντιτιθέμενη κατά τεκμήριο ομάδα η κριτική του σχεδίου που η κρατική ομάδα κατάρτισε. Ας πούμε την κρατική ομάδα “μπλε” και την ομάδα που θα κάνει την (τεχνικού χαρακτήρα) “αντιπολίτευση” “κόκκινη” (τα χρώματα εντελώς τυχαία).
Γιατί η δημόσια διαβούλευση δεν αρκεί; Γιατί είναι “δημόσια” μόνο κατ’ όνομα. Γίνεται σε κλειστό κύκλο. Αφορά μόνο τους άμεσα εμπλεκόμενους που έχουν συγκεκριμένα συμφέροντα- οικονομικού ή ιδεολογικού χαρακτήρα. Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, η οποία θα υποστεί τις επιπτώσεις του σχεδίου, είτε θετικές είτε αρνητικές, δεν έχει ούτε τον χρόνο ούτε τις γνώσεις για να κατανοήσει και να αξιολογήσει το κείμενο. Η εμπειρία δείχνει ότι οι διαβουλεύσεις δεν προσφέρουν κάτι στην ποιότητα των αποφάσεων και η γενική αδιαφορία δικαιολογείται από την εύλογη υπόθεση ότι τίποτα ουσιαστικό δεν θα αλλάξει από την συμμετοχή στην διαδικασία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι θετική η συνεισφορά των Λειτουργών του Τύπου και των συμμετεχόντων στην διαβούλευση. Οι πρώτοι δεν έχουν όμως (κατά τεκμήριο) τις ειδικές γνώσεις για να αξιολογήσουν τις προτάσεις και οι δεύτεροι υπηρετούν προφανώς τα δικά τους συμφέροντα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ορισμένες από τις παρατηρήσεις και διαφωνίες τους δεν είναι άξιες προσοχής. Συνολικά όμως τα αποτελέσματα της δημόσιας διαβούλευσης είναι τις περισσότερες φορές πενιχρά.
Η πρακτική της ανταγωνιστικής διαδικασίας μεταξύ αντιτιθέμενων ομάδων έχει εφαρμοστεί από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για θέματα στρατηγικής σημαίας – κυρίως εθνικής ασφάλειας – που είχαν υπόβαθρο σε εξαιρετικά πολύπλοκες επιστημονικές υποθέσεις. Αλλά και στον ιδιωτικό τομέα εφαρμόζονταν παραλλαγές της διαδικασίας. Για παράδειγμα σε περιπτώσεις υποβολής προσφορών για μεγάλα έργα ώστε να ευθυγραμμιστούν τα αντιτιθέμενα κίνητρα των πωλητών έναντι των παραγωγών μέσα στην ίδια επιχείρηση (Οι “μπλε” πωλητές προσπαθούν να πείσουν τους “κόκκινους” – αυτούς που θα κληθούν να παραδώσουν το προϊόν – ότι οι υποσχέσεις που δίνουν για να πάρουν τον πελάτη είναι υλοποιήσιμες).
Η πρόταση για την αξιοποίηση της εμπειρίας της ανταγωνιστικής διαδικασίας μεταξύ “μπλε” και “κόκκινων” ομάδων για την υποβοήθηση της λήψης αποφάσεων σχετικά με την κλιματική αλλαγή έχει γίνει από τον Steven Koonin, που είναι καθηγητής στο NYU, πρώην καθηγητής και Πρόεδρος του Caltech, μέλος της κυβέρνησης του Ομπάμα και σύμβουλος της BP (Beyond Petroleum!) με PhD στην Φυσική, στο βιβλίο του “Unsettled – What Climate Science Tell Us, What it Doesn’t and Why it Matters” (2021- BenBella Books). Συνιστώ στους ενδιαφερόμενους να ανατρέξουν στην σχετική αναφορά (κεφ. 11, σελ. 197 – Fixing the Broken Science) όπου ο Koonin παρουσιάζει και υποστηρίζει, με τρόπο που ο γράφων δεν μπορεί να υποκαταστήσει, την πρότασή του.
Πρακτικά προβλήματα: Ποιος θα συστήσει την κόκκινη ομάδα; Ιδανικά το κράτος, το οποίο θα ορίσει και τους όρους αναφοράς (terms of reference) όχι μόνο της κόκκινης ομάδας αλλά και της όλης διαδικασίας. Κεντρικό πρόσωπο ένας εκπρόσωπος της κόκκινης ομάδας (γιατί όχι ο κύριος Koonin;) που θα στρατολογήσει Έλληνες και ξένους επιστήμονες και ειδικούς για να στελεχώσει την ομάδα. Αν το κράτος δεν θελήσει να πάρει την πρωτοβουλία ίσως θα άξιζε να το κάνουν εύπορα και επιφανή μέλη της κοινωνίας των πολιτών. Επιχειρηματίες, εκδότες, ιδιοκτήτες ΜΜΕ αλλά και – γιατί όχι – αθλητικών ομάδων, Πανεπιστημιακοί, Λειτουργοί του Τύπου ή ακόμα και (δρώντας συλλογικά) κόμματα της αντιπολίτευσης από όλο το πολιτικό φάσμα – να μια ευκαιρία “σοβαρής” αντιπολίτευσης την οποία με τόσο πόνο και απαντοχή ζητούν τελευταία ομοφώνως οι δημοσιολογούντες.
Το ΕΣΕΚ είναι μια ευκαιρία. Ακόμα και μια πρόχειρη ματιά στις συμμετοχές στην διαβούλευση δίνει ισχυρές ενδείξεις ότι είναι διάτρητο όσον αφορά τις υποθέσεις του, εκτός πραγματικότητας όσον αφορά την δυνατότητα υλοποίησης των στόχων του και παράλογο ως προς τις πολιτικές στις οποίες βασίζεται. Χρειάζεται επειγόντως αντιπολίτευση. Θα είναι εύκολη. Όσο εύκολο είναι – όπως χαριτωμένα λένε οι αγγλοσάξονες – να στοχεύσει κανείς καθισμένη πάπια.